φυλλάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυλλάριο < φύλλο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυλλάριο ουδέτερο
- το φυλλαράκι, το μικρό φύλλο
- (βοταν.) ονομάζονται φυλλάρια τα φύλλα των φυτών που έχουν σύνθετο και όχι απλό έλασμα (φύλλο) -είναι τα φύλλα που αναρτώνται με μικρό μίσχο πάνω σε έναν κεντρικό (τη ράχη)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυλλάριο
|