φωτοταξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτοταξία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωτοταξία θηλυκό
- η προδιάθεση ενός οργανισμού να προσανατολίζεται με τη βοήθεια του φωτός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτοταξία
|