χάσκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χάσκα | ||
γενική | της | χάσκας | ||
αιτιατική | τη | χάσκα | ||
κλητική | χάσκα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χάσκα < χάσκω
Επίρρημα[επεξεργασία]
χάσκα θηλυκό
- (λαογραφία) έθιμο της Κυριακής της Τυρινής κατά το οποίο μια ομάδα ανθρώπων, που στέκονται σε κύκλο και με τα χέρια πίσω τους, προσπαθεί να πιάσει με το στόμα ένα αβγό, που είναι δεμένο σ' ένα σπάγκο
- Άλλοι Πάσχα κι άλλοι χάσκα. (Παροιμία από τους Παξούς)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χάσκα
|