χαλύβδωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλύβδωμα τα χαλυβδώματα
      γενική του χαλυβδώματος των χαλυβδωμάτων
    αιτιατική το χαλύβδωμα τα χαλυβδώματα
     κλητική χαλύβδωμα χαλυβδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλύβδωμα < χαλυβδώνω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαλύβδωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαλυβδώνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]