χειρίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειρίδα οι χειρίδες
      γενική της χειρίδας των χειρίδων
    αιτιατική τη χειρίδα τις χειρίδες
     κλητική χειρίδα χειρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειρίδα < αρχαία: χειρίς < χειρ + -ίς νέα ελληνικά: -ίδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χειρίδα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]