χλομάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χλομάδα | οι | χλομάδες |
γενική | της | χλομάδας | των | χλομάδων |
αιτιατική | τη | χλομάδα | τις | χλομάδες |
κλητική | χλομάδα | χλομάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χλομάδα θηλυκό
- άλλη μορφή του χλωμάδα
- η στερνή χλομάδα να τον κυριεύει (Οδυσσέας Ελύτης)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χλομάδα
|