χλώμιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χλώμιασμα τα χλωμιάσματα
      γενική του χλωμιάσματος των χλωμιασμάτων
    αιτιατική το χλώμιασμα τα χλωμιάσματα
     κλητική χλώμιασμα χλωμιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χλώμιασμα < χλωμιάζω + -σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χλώμιασμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χλωμιάζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]