χρεῖος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρεῖος < χρή

Επίθετο[επεξεργασία]

χρεῖος, α, ον

  1. που έχει χρεία, που χρειάζεται κάτι
  2. που χρειάζεται πάρα πολλά, ο πάμφτωχος
  3. ο χρήσιμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρεῖος

  1. η οφειλή, το καθήκον, ο σκοπός


Συγγενικά[επεξεργασία]