ψηλαρμένισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψηλαρμένισμα < ψηλαρμενίζω + -σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψηλαρμένισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψηλαρμενίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψηλαρμένισμα
|