ψηλαρμένισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψηλαρμένισμα τα ψηλαρμενίσματα
      γενική του ψηλαρμενίσματος των ψηλαρμενισμάτων
    αιτιατική το ψηλαρμένισμα τα ψηλαρμενίσματα
     κλητική ψηλαρμένισμα ψηλαρμενίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψηλαρμένισμα < ψηλαρμενίζω + -σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψηλαρμένισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψηλαρμενίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]