ψηφιδοθέτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψηφιδοθέτηση | οι | ψηφιδοθετήσεις |
γενική | της | ψηφιδοθέτησης* | των | ψηφιδοθετήσεων |
αιτιατική | την | ψηφιδοθέτηση | τις | ψηφιδοθετήσεις |
κλητική | ψηφιδοθέτηση | ψηφιδοθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψηφιδοθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψηφιδοθέτηση θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ψηφοθέτηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψηφιδοθέτηση
|