ωοσκοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωοσκοπία < (ελληνιστική κοινή) ᾠοσκοπία < ᾠόν + κατάληξη -σκοπία < σκοπέω, -ῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωοσκοπία θηλυκό
- ο ποιοτικός έλεγχος των αβγών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωοσκοπία
|