όμπυο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το όμπυο
      γενική του όμπυου
ομπύου
    αιτιατική το όμπυο
     κλητική όμπυο
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όμπυο < έμπυο < ελληνιστική κοινή ἔμπυον < αρχαία ελληνική ἔμπυος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

όμπυο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]