Αλιμιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.liˈmɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λι‐μιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αλιμιώτης αρσενικό (θηλυκό Αλιμιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, δημότης, ή αυτός που κατάγεται από τον Άλιμο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αλιμιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Άλιμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αλιμιώτης
|