Αλτζερίνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /al.d͡zeˈɾi.nos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αλ‐τζε‐ρί‐νος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αλτζερίνος αρσενικό
- (εθνικό όνομα, ιδιωματικό, παρωχημένο) άλλη μορφή του Αλγερίνος
- ※ Ήταν λιοντάρι της ξηράς / της θάλασσας δελφίνι / τον τρέμαν σαν τον άκουγαν / και Τούρκοι και Αλτζερίνοι.
- Επικήδειος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (Φαλέζ) στον Ιωάννη Θεοφιλόπουλο, 1885. Όπως παρατίθεται στο «Καπετάν Τσάκαλος. Ο λησμονημένος πηδαλιούχος του Κανάρη που μαζί πυρπόλησαν την οθωμανική ναυαρχίδα. Για τα πολεμικά του κατορθώματα “δεν έλαβεν ούτε οβολόν”», mixanitouxronou.gr· πρόσβαση: 2021-11-09.
- ※ Ήταν λιοντάρι της ξηράς / της θάλασσας δελφίνι / τον τρέμαν σαν τον άκουγαν / και Τούρκοι και Αλτζερίνοι.
- (συνεκδοχικά) πειρατής[3]
- ※ Αυτοί οι τρομεροί άνθρωποι τρομοκρατούσανε τις Ελληνικές ακτές, κουρσεύοντας, σκοτώνοντας, καίγοντας και καταστρέφοντας ολόκληρους αιώνες. Γι' αυτό όλα τα παράλια χωριά της Ελλάδας είναι χτισμένα δυό ή τρία χιλιόμετρα στο εσωτερικό, συνήθως μ' έναν πύργο ή ένα μικρό οχυρό στη σκάλα, δίπλα στη θάλασσα, για να κρατήσουν τους επιδρομείς την ώρα που οι πολίτες παίρνανε τ' άρματά τους ή έφευγαν. «Πέσανε σαν Αλτζερίνοι», είναι ακόμα μια συνηθισμένη έκφραση.
- Πάτρικ Λη Φέρμορ, Μάνη, μετάφραση από τα αγγλικά: Τζαννής Τζαννετάκης (Αθήνα: Κέδρος, 2007 [α΄ έκδ. 1972], ISBN 978-960-04-0864-5), σ. 174.
- ※ Αυτοί οι τρομεροί άνθρωποι τρομοκρατούσανε τις Ελληνικές ακτές, κουρσεύοντας, σκοτώνοντας, καίγοντας και καταστρέφοντας ολόκληρους αιώνες. Γι' αυτό όλα τα παράλια χωριά της Ελλάδας είναι χτισμένα δυό ή τρία χιλιόμετρα στο εσωτερικό, συνήθως μ' έναν πύργο ή ένα μικρό οχυρό στη σκάλα, δίπλα στη θάλασσα, για να κρατήσουν τους επιδρομείς την ώρα που οι πολίτες παίρνανε τ' άρματά τους ή έφευγαν. «Πέσανε σαν Αλτζερίνοι», είναι ακόμα μια συνηθισμένη έκφραση.
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη Αλγερία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αλτζερίνος
→ δείτε τη λέξη Αλγερινός |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αλγερίνικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Αλγερίνος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «ἀλγερῖνος» – ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)