Αχιλλιούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αχιλλιούλα | οι | Αχιλλιούλες |
γενική | της | Αχιλλιούλας | — | |
αιτιατική | την | Αχιλλιούλα | τις | Αχιλλιούλες |
κλητική | Αχιλλιούλα | Αχιλλιούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αχιλλιούλα < Αχιλλεί(α), Αχιλλί(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αχιλλιούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αχιλλιούλα
|