Βίκτωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βίκτωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Βίκτωρ < λατινική Victor
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvi.ktoɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βί‐κτωρ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βίκτωρ αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βίκτωρ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Βίκτωρ < λατινική Victor
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βίκτωρ αρσενικό
- ανδρικό όνομα (Βίκτορας)
- ※ Καὶ ἐπόθανεν ὁ πάπας, καὶ ἐχειροτονῆσαν ἕ(ν)αν καλόγηρον ἀπὸ τὴν μονὴν τοῦ ἁγίου Βίκτωρος ἀπὸ τὴν Μαρσιλίαν, καὶ ἦτον γούμενος τῆς Μαρσιλίας, καὶ ἐκράξαν τον πάπα Οὔρπαν πέμπτον. (⌘Λεόντιος Μαχαιράς, Κρόνακα, 2, 136)
- ※ ἀλλ' οὐ πᾶσί γε τοῖς ἐπισκόποις ταῦτ' ἠρέσκετο. ἀντιπαρακελεύονται δῆτα αὐτῷ τὰ τῆς εἰρήνης καὶ τῆς πρὸς τοὺς πλησίον ἑνώσεώς τε καὶ ἀγάπης φρονεῖν, φέρονται δὲ καὶ αἱ τούτων φωναὶ πληκτικώτερον καθαπτομένων τοῦ Βίκτορος. (Ευσέβιος της Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 5, 24, 10, 5)
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- Απαντά και ως μονόθεμο και ως διπλόθεμο (τοῦ Βίκτωρος, τοῦ Βίκτορος)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Βικτωρ-, Βικτορ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | Βίκτωρ | οἱ | Βίκτορες | ||||
γενική | τοῦ | Βίκτορος | τῶν | Βικτόρων | ||||
δοτική | τῷ | Βίκτορῐ | τοῖς | Βίκτορσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | Βίκτορᾰ | τοὺς | Βίκτορᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ...?...ορ | Βίκτορες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βίκτορε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Βικτόροιν | ||||||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δε γνωρίζουμε πώς θα τονιζόταν η κλητική ενικού. Κλίνεται και ως μονόθεμο Βικτωρ- | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «-» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βίκτωρ < (άμεσο δάνειο) λατινική Victor < victor (νικητής) < vinco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyk-
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βίκτωρ, -ορος ή -ωρος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα (Βίκτορας)
- ※ 4ος κε αιώνας Λιβάνιος, Βίος ἢ περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης, 2, 9, 6
- Σαπῶραι δὲ καὶ ᾿Ιούλιοι καὶ Βίκτωρες ἀρρωστοῦντος οὐκ ἔχοντος φυγεῖν ἧκον, ἐγὼ δὲ εἰς γῆν ὑπ' αἰσχύνης ἔβλεπον, ἔργῳ δῆλον ποιῶν, ὅτι τῇ τιμῇ βαρυνοίμην.
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βίκτωρ | οἱ | Βίκτωρες | ||||
γενική | τοῦ | Βίκτωρος | τῶν | Βικτώρων | ||||
δοτική | τῷ | Βίκτωρῐ | τοῖς | Βίκτωρσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | Βίκτωρᾰ | τοὺς | Βίκτωρᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Βίκτωρ | Βίκτωρες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βίκτωρε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Βικτώροιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πραίτωρ' όπως «πραίτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές[επεξεργασία]
- Βίκτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτήτωρ' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με άγνωστη προσωδία (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτήτωρ' με άγνωστη προσωδία (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια - ονόματα από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Ανδρικά ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πραίτωρ' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'πραίτωρ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με πολλαπλές κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)