Δαμασκηνούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δαμασκηνούλα οι Δαμασκηνούλες
      γενική της Δαμασκηνούλας
    αιτιατική τη Δαμασκηνούλα τις Δαμασκηνούλες
     κλητική Δαμασκηνούλα Δαμασκηνούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Δαμασκηνούλα < Δαμασκην(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Δαμασκηνούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δαμασκηνή