Εκάλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἑκάλη, Εκάτη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Εκάλη οι Εκάλες
      γενική της Εκάλης των Εκαλών
    αιτιατική την Εκάλη τις Εκάλες
     κλητική Εκάλη Εκάλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Εκάλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἑκάλη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈka.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐κά‐λη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Εκάλη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. δήμος της αρχαίας Αθήνας
  3. προάστιο της Αθήνας
  4. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]