Κίσσαβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Κίσσαβος
      γενική του Κίσσαβου
Κισσάβου
    αιτιατική τον Κίσσαβο
     κλητική Κίσσαβε
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κίσσαβος < (νοτιο)σλαβικής προέλευσης кишав (kišav) < ки̏ша / kȉša (βροχή) < πρωτοσλαβική *kysělъ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈci.sa.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κίσ‐σα‐βος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κίσσαβος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κίσσαβος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κίσσαβος αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]