Καβάφης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καβάφης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καβάφης οι Καβάφηδες
      γενική του Καβάφη των Καβάφηδων
    αιτιατική τον Καβάφη τους Καβάφηδες
     κλητική Καβάφη Καβάφηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καβάφης < επάγγελμα καβάφης < οθωμανική τουρκική قواف (kavaf, παπούτσι), από τα αραβικά
Συγγενή επώνυμα: τουρκική γλώσσα Kavaf

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καβάφης αρσενικό (θηλυκό Καβάφη)

Παράγωγα[επεξεργασία]

σχετικά με τον ποιητή Κ. Καβάφη:

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]