Καμποτζιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Καμποτζιανός < Καμπότζ(η) + -ιανός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kam.bo.d͡zi.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐μπο‐τζι‐α‐νός
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καμποτζιανός αρσενικό (θηλυκό Καμποτζιανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται ή έχει υπηκοότητα από την Καμπότζη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καμποτζιανός
- → δείτε και τη λέξη Καμπότζη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Καμποτζιανός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Καμπότζη