Κορέσης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κορέσης οι Κορέσηδες
      γενική του Κορέση των Κορέσηδων
    αιτιατική τον Κορέση τους Κορέσηδες
     κλητική Κορέση Κορέσηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κορέσης < αρβανίτικη korr (θερίζω) + ёs (πρόσωπο το οποίο ενεργεί)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koˈɾe.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐ρέ‐σης

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κορέσης αρσενικό (θηλυκό Κορέση)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταγραφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]