Κύρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κῦρος, κύρος, κῦρος, κυρός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κύρος οι Κύροι
      γενική του Κύρου των Κύρων
    αιτιατική τον Κύρο τους Κύρους
     κλητική Κύρε Κύροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κύρος < αρχαία ελληνική Κῦρος < αρχαία περσική 𐎤𐎢𐎽𐎢𐏁 (kuruš)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κύρος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ιστορία) όνομα βασιλέων της αρχαίας Περσίας
  3. ανδρικό επώνυμο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

επίσης

  • Κύρα (όνομα, γυναικείο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]