Λάλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λαλά, λαλά, λάλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Λάλα < γενική ενικού του αρσενικού Λάλας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈla.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λά‐λα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λάλα θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Λάλα
      γενική της Λάλας
    αιτιατική τη Λάλα
     κλητική Λάλα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Λάλα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λάλα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Λάλα αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ 206 Α, 28 Σεπτεμβρίου 1927



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λάλα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λάλα θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]