Ξανθούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ξανθούλα | οι | Ξανθούλες |
γενική | της | Ξανθούλας | — | |
αιτιατική | την | Ξανθούλα | τις | Ξανθούλες |
κλητική | Ξανθούλα | Ξανθούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ξανθούλα < Κανθ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ξανθούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
- ※ Διονύσιος Σολωμός (1798-1857), «Η Ξανθούλα»
- Τὴν εἶδα τὴν Ξανθοῦλα,
Tὴν εἶδα ψὲς ἀργά,
Ποῦ ἐμπῆκε 'ς τὴ βαρκοῦλα
Νὰ πάῃ 'ς τὴν ξενιτειά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ξανθή
Ξανθούλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα με επίθημα -ούλα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)