Πίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πίτσα, Πιπίτσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πίτσα οι Πίτσες
      γενική της Πίτσας
    αιτιατική την Πίτσα τις Πίτσες
     κλητική Πίτσα Πίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πίτσα < περικοπή υποκοριστικών ονομάτων όπως Πηνελοπίτσα (< Πηνελόπη + -ίτσα),(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Καλλιοπίτσα (Καλλιόπη) και άλλα ονόματα με χαρακτήρα -π- στο θέμα. Δείτε και Λίτσα, Νίτσα, Ρίτσα, Σίτσα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpi.t͡sa/
ομόηχο: πίτσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πίτσα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]