Παυλόπουλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Παυλόπουλο τα Παυλόπουλα
      γενική του Παυλόπουλου των Παυλόπουλων
    αιτιατική το Παυλόπουλο τα Παυλόπουλα
     κλητική Παυλόπουλο Παυλόπουλα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Παυλόπουλο < επώνυμο Παυλόπουλ(ος) + -ο[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈvlo.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παυ‐λό‐που‐λο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Παυλόπουλο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Παυλόπουλο αρσενικό