Πικέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πικέα οι Πικέες
      γενική της Πικέας των Πικεών
    αιτιατική την Πικέα τις Πικέες
     κλητική Πικέα Πικέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πικέα < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Picea (ταξινομικός όρος) < λατινική picea, θηλυκό του picus (κατάμαυρος) < → δείτε τη λέξη pix (πίσσα)

Κύριο όνομα 1[επεξεργασία]

Πικέα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Πικέα: γενική ενικού του αρσενικού Πικέας

Κύριο όνομα 2[επεξεργασία]

Πικέα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

Πικέα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Πικέα αρσενικό