Στρουθιόμορφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Στρουθιόμορφα < στρουθίο + -ο- + μορφή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική passériformes)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Στρουθιόμορφα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - τάξη: (ορνιθολογία) τάξη Passeriformes πτηνών: χελιδόνι, σπουργίτι κ.ά.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- στρουθιόμορφος
- → δείτε τις λέξεις στρουθίο και μορφή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Στρουθιόμορφα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - τάξεις (νέα ελληνικά)
- Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)