Ψαριανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /psaɾ.ʝaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψαρ‐ια‐νός
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ψαριανός αρσενικό (θηλυκό Ψαριανή)
- (πατριδωνυμικό) ο δημότης ή κάτοικος του νησιού των Ψαρών ή αυτός που κατάγεται από το νησί αυτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ψαριανός
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Ψαριανός < πατριδωνυμικό Ψαριανός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ψαριανός αρσενικό (θηλυκό Ψαριανού)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Σολωμός' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιανός (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ιανός (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)