άκμονας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άκμονας οι άκμονες
      γενική του άκμονα
άκμονος*
των ακμόνων
    αιτιατική τον άκμονα τους άκμονες
     κλητική άκμονα άκμονες
* Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άκμονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκμων
(ιατρικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική enclume[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈak.mo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άκ‐μο‐νας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

με το Νο 7, ο άκμονας

άκμονας αρσενικό

  1. (εργαλείο, λόγιο) το αμόνι
  2. (ιατρική, ανατομία) το δεύτερο από τα τρία οστάρια που υπάρχουν στο εσωτερικό αφτί, αυτό που μοιάζει με αμόνι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]