άρουλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄρουλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άρουλα οι άρουλες
      γενική της άρουλας των αρουλών
    αιτιατική την άρουλα τις άρουλες
     κλητική άρουλα άρουλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άρουλα < μεσαιωνική ελληνική ἄρουλα < λατινική arula → και δείτε ἄρουλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άρουλα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]