ἄρουλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄρουλα < (άμεσο δάνειο) λατινική arula, υποκοριστικό του ara < asa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *as (καίω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἄρουλα θηλυκό
- σχάρα
- ※ Σχόλια εις τον Παιδαγωγόν στο ⌘Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Παιδαγωγός Sch.Clem.Al.Paed.254.16. Έκδοση: Clarendoniana, 1869, Επιμελητής: Dindorf
- ἐσχαρίδες· ἃς νῦν ἀρούλας καλοῦσιν
- ※ Σχόλια στους Ἀχαρνῆς του Αριστοφάνη, 888a, 1
- ἐσχάραν, τὴν νῦν καλουμένην ἄρουλαν.
- ※ Σχόλια εις τον Παιδαγωγόν στο ⌘Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Παιδαγωγός Sch.Clem.Al.Paed.254.16. Έκδοση: Clarendoniana, 1869, Επιμελητής: Dindorf
- άρουλα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἄρουλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ἄρουλα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ἄρουλα σελ.980 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Με σχόλιο: «μσν. κ. δημ.» (μεσαιωνικό και δημοτική).
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Δάνεια από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα σχόλιο (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)