arula
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arula (la) θηλυκό
- μικρός βωμός
- ※ item ante hos deos erant arulae, quae cuivis religionem sacrari significare possent.
- Κικέρωνας, In Verrem, 2, 4, 5 @perseus.tufts.edu
- (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) η βάση της Αγίας Τράπεζας
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arula | arulae |
γενική | arulae | arulārum |
δοτική | arulae | arulīs |
αιτιατική | arulam | arulās |
κλητική | arula | arulae |
αφαιρετική | arulā | arulīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- arula - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.