άσηπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ασηπτικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσηπτος η άσηπτη το άσηπτο
      γενική του άσηπτου της άσηπτης του άσηπτου
    αιτιατική τον άσηπτο την άσηπτη το άσηπτο
     κλητική άσηπτε άσηπτη άσηπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσηπτοι οι άσηπτες τα άσηπτα
      γενική των άσηπτων των άσηπτων των άσηπτων
    αιτιατική τους άσηπτους τις άσηπτες τα άσηπτα
     κλητική άσηπτοι άσηπτες άσηπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άσηπτος < αρχαία ελληνική ἄσηπτος < ἀ- στερητικό + σήπω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος (2.μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική aseptic[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική aseptique[1])

Επίθετο[επεξεργασία]

άσηπτος, -η, -ο

  1. που δεν σήπεται, που δεν σαπίζει, που δεν υπόκειται σε σήψη ή δεν κινδυνεύει από αυτήν
    άλλες μορφές: άσηπος
    ※  Άσηπτοι οι νεκροί του κορονοϊού στη Λάρισα (https://e-thessalia.gr/asiptoi-oi-nekroi-toy-koronoioy-sti-larisa-provlimatismos-meta-tis-protes-ektafes-sto-koimitirio e-thessalia.gr, 01.03.2024]
  2. ο επαρκώς προφυλαγμένος από την επαφή με βακτήρια ή άλλους παθογόνους μικροοργανισμούς, ο αποστειρωμένος
    άλλες μορφές: ασηπτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 άσηπτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)