έκβλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔκβλητος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έκβλητος η έκβλητη το έκβλητο
      γενική του έκβλητου της έκβλητης του έκβλητου
    αιτιατική τον έκβλητο την έκβλητη το έκβλητο
     κλητική έκβλητε έκβλητη έκβλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έκβλητοι οι έκβλητες τα έκβλητα
      γενική των έκβλητων των έκβλητων των έκβλητων
    αιτιατική τους έκβλητους τις έκβλητες τα έκβλητα
     κλητική έκβλητοι έκβλητες έκβλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έκβλητος < αρχαία ελληνική ἔκβλητος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈek.vli.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκ‐βλη‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

έκβλητος, -η, -ο

  • (λόγιο)
    1. αυτός που πετιέται, ο απόβλητος
      ※  Μόνο που τα βιβλία δεν ήταν «Οι Άθλιοι» του Ουγκώ ούτε η «Ιστορία δύο πόλεων» του Ντίκενς που στην ταινία προσπαθούσαν να διασώσουν, απομνημονεύοντάς τα, οι έκβλητοι ενός καθεστώτος που έκαιγε τη λογοτεχνία, την επιστήμη, ό,τι μπορούσε να διαβαστεί.
      Αλεξίου, Λίνα (14 Μαΐου 2001), Κοπάνας ξεφτίλα, Τα Νέα
    2. αυτός που αξίζει να αποβληθεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • έκβλητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)