αβακοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀβακοειδής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβακοειδής η αβακοειδής το αβακοειδές
      γενική του αβακοειδούς* της αβακοειδούς του αβακοειδούς
    αιτιατική τον αβακοειδή την αβακοειδή το αβακοειδές
     κλητική αβακοειδή(ς) αβακοειδής αβακοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβακοειδείς οι αβακοειδείς τα αβακοειδή
      γενική των αβακοειδών των αβακοειδών των αβακοειδών
    αιτιατική τους αβακοειδείς τις αβακοειδείς τα αβακοειδή
     κλητική αβακοειδείς αβακοειδείς αβακοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβακοειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβακοειδής. Μορφολογικά αναλύεται σε άβακ(ας) + -ο- + -ειδής.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.va.ko.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βα‐κο‐ει‐δής

Επίθετο[επεξεργασία]

αβακοειδής, -ής, -ές

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]