αγάμητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγάμητος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγάμητος η αγάμητη το αγάμητο
      γενική του αγάμητου της αγάμητης του αγάμητου
    αιτιατική τον αγάμητο την αγάμητη το αγάμητο
     κλητική αγάμητε αγάμητη αγάμητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγάμητοι οι αγάμητες τα αγάμητα
      γενική των αγάμητων των αγάμητων των αγάμητων
    αιτιατική τους αγάμητους τις αγάμητες τα αγάμητα
     κλητική αγάμητοι αγάμητες αγάμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγάμητος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγάμητος / ἀγάμετος[1] < αρχαία ελληνική γαμέω / γαμῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈɣa.mi.tos/

Επίθετο[επεξεργασία]

αγάμητος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

  • (υβριστικό) που δεν έχει έρθει σε σεξουαλική επαφή, που δεν έχει γαμηθεί
    ※  «Αχ, ωραία», μου 'κανε με το γνωστό ντουμανιασμένο νάζι της, «θα βρει σύντροφο και η Ανεξάρτητη· άντε, να γαμηθεί ξανά και να ηρεμήσουν λίγο τα νεύρα της, να μην καταντήσει... ωραία και αγάμητη σαν εμένα»! (Παύλος Θ. Κάγιος, Μη μ' αφήσεις να χαθώ, 2013 [1])

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη γαμώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]