αγαλμάτινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣalˈma.ti.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γαλ‐μά‐τι‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
αγαλμάτινος, -η, -ο
- που αναφέρεται σε άγαλμα
- ↪ αγαλμάτινο ομοίωμα
- συνώνυμο του αγαλματένιος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που αναφέρεται σε άγαλμα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αγαλμάτινος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας