αγιορειτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ʝi.o.ɾi.tiˈkos/ συγκρίνετε με το αγιορείτικος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γι‐ο‐ρει‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αγιορειτικός
- (λόγιο) λόγια μορφή του αγιορείτικος