αγχολυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αγχολυτικός -ή -ό
- που απελευθερώνει από το άγχος ή το μειώνει
- αγχολυτικά φάρμακα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγχολυτικός
|