αδημοσίευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αδημοσίευτος, -η, -ο
- που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη
- ένα αδημοσίευτο ποίημα του μεγάλου ποιητή βρέθηκε στο αρχείο του