αδογμάτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αδογμάτιστος, -η, -ο
- που δεν ακολουθεί πιστά ένα θρησκευτικό, πολιτικό, φιλοσοφικό κλπ δόγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδογμάτιστος
|