αιμολακρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιμολακρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική haemolacria < αρχαία ελληνική αἷμα + λατινική lacrima (δάκρυ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.mo.laˈkri.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μο‐λα‐κρί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιμολακρία θηλυκό
- (ιατρική, σπάνιο) σπάνια ιατρική κατάσταση κατά την οποία τα δάκρυα ενός ατόμου περιέχουν αίμα
- ※ Μια μοναδική περίπτωση ενός άνδρα που πήγε στο νοσοκομείο επειδή, όταν έκλαιγε, έβγαζε αίμα και από τα δύο του μάτια, αποκάλυψαν γιατροί στην Ιταλία. Ο 52χρονος άνδρας, το όνομα του οποίου δεν έχει γίνει γνωστό, δεν είχε τραυματιστεί στο πρόσωπο του και δεν πονούσε, αλλά ξαφνικά άρχισε να βγάζει αίμα από τα μάτια του. Μετά από προσεκτική εξέταση, οι γιατροί ανακάλυψαν πως είχε αιμολακρία, μια σπάνια ασθένεια που κάνει τους ανθρώπους να παράγουν δάκρυα που περιέχουν αίμα. (www.iefimerida.gr, 02.11.2018)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Haemolacria στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμολακρία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)