αιμολακρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμολακρία οι αιμολακρίες
      γενική της αιμολακρίας των αιμολακριών
    αιτιατική την αιμολακρία τις αιμολακρίες
     κλητική αιμολακρία αιμολακρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιμολακρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική haemolacria < αρχαία ελληνική αἷμα + λατινική lacrima (δάκρυ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.mo.laˈkri.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐μο‐λα‐κρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιμολακρία θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Haemolacria στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]