ακαρνανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαρνανικός < Ακαρναν(ία) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kaɾ.na.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐ρνα‐νι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαρνανικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την Ακαρνανία
- ↪ ακαρνανικό ξύλο βελανιδιάς εισήγαγαν τα ναυπηγεία της Τουλόν την περίοδο 1730 - 1733 μ.Χ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαρνανικός