ακαταπράυντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαταπράυντος < ελληνιστική κοινή ἀκαταπράϋντος < αρχαία ελληνική καταπραΰνω < κατά + πραΰνω < πραΰς / πρᾶος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαταπράυντος, -η, -ο
- που δεν έχει καταπραϋνθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις καταπραΰνω, κατά, πραΰνω και πράος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαταπράυντος
|