ακοίταχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ακοίταχτος, η, ο
- αφρόντιστος, που δεν έχει πάει σε ειδικό (συνήθως εννοούμενο τον γιατρό) να τον κοιτάξει για να διαπιστώσει τι του συμβαίνει
- αρρώστησε γιατί φρόντιζε τα παιδιά της και η ίδια έμενε ακοίταχτη
- για πράγμα που κάποιος παρέλειψε να ελέγξει ενώ θα έπρεπε
- Πολλά χειρόγραφα έμειναν ακοίταχτα και είχαν παραλείψεις