αλήτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλήτικος η αλήτικη το αλήτικο
      γενική του αλήτικου της αλήτικης του αλήτικου
    αιτιατική τον αλήτικο την αλήτικη το αλήτικο
     κλητική αλήτικε αλήτικη αλήτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλήτικοι οι αλήτικες τα αλήτικα
      γενική των αλήτικων των αλήτικων των αλήτικων
    αιτιατική τους αλήτικους τις αλήτικες τα αλήτικα
     κλητική αλήτικοι αλήτικες αλήτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλήτικος < αλήτης

Επίθετο[επεξεργασία]

αλήτικος

  1. σχετικός με τη συμπεριφορά ενός αλήτη (το αλητήριος κυρίως για πρόσωπα)
    αλήτικη συμπεριφορά, αλήτικος τρόπος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]