αλατοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αλατοφόρος
- αυτός που φέρει ή παράγει αλάτι
- αλατούχος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλατοφόρος
→ δείτε τη λέξη αλατούχος |