αλεύκαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλεύκαστος η αλεύκαστη το αλεύκαστο
      γενική του αλεύκαστου της αλεύκαστης του αλεύκαστου
    αιτιατική τον αλεύκαστο την αλεύκαστη το αλεύκαστο
     κλητική αλεύκαστε αλεύκαστη αλεύκαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλεύκαστοι οι αλεύκαστες τα αλεύκαστα
      γενική των αλεύκαστων των αλεύκαστων των αλεύκαστων
    αιτιατική τους αλεύκαστους τις αλεύκαστες τα αλεύκαστα
     κλητική αλεύκαστοι αλεύκαστες αλεύκαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλεύκαστος < α- στερητικό + λευκαίνω

Επίθετο[επεξεργασία]

αλεύκαστος, -η, -ο

αλεύκαστο αλεύρι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]