αλεύκαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αλεύκαστος, -η, -ο
- που δεν έχει λευκαθεί
- αλεύκαστο αλεύρι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλεύκαστος
|